- ώρα
- Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή.
Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα λεπτά ή δευτερόλεπτα. Κάθε 24 ώ., η Γη κάνει μία πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονά της. Δύο τόποι με διαφορά σε γεωγραφικό μήκος 150, έχουν διαφορά μία ώρα, ενώ όσοι βρίσκονται στον ίδιο μεσημβρινό, έχουν την ίδια ώ. Κατά κανόνα όμως, όλες οι περιοχές ενός κράτους συνηθίζεται να έχουν την ώ. της πρωτεύουσάς τους (κρατική ώ.). Η Ελλάδα προπορεύεται κατά δύο ώρες από τη διεθνή μέση ώρα του μεσημβρινού του Γκρίνουιτς. Όταν δηλ. στην Αθήνα έχουμε ήδη περάσει το μεσημέρι και βρισκόμαστε στις 2 μ.μ., στο Λονδίνο είναι 12 (μεσημέρι).
* * *(I)η / ὥρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὥρη (Ι) Α1. (γενικά) υποδιαίρεση, μέρος χρόνου2. (ειδικότερα) αστρον. μονάδα μετρήσεως χρόνου που ισοδυναμεί με το 1/24 τού ημερονυκτίου3. η κατάλληλη στιγμή για να γίνει κάτι, καιρός (α. «ώρα ύπνου» β. «δεν είναι ώρα για τέτοια πράγματα» γ. «γαμέει δὲ δή μιν ἐς γάμου ὥρην ἀπικομένην Ἄγητος ὁ Ἀλκείδεω», Ηροδ.δ. «οὐκοῡν τὸ μὲν βούλεσθαι σίτου ἅπτεσθαι, ὅταν ὥρα ἥκῃ», Ξεν.)4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Ώρες και αἱ Ὧραια) (λειτ.) ονομασία ακολουθιών τής Ορθόδοξης Εκκλησίαςβ) ως κύριο όν. μυθ. προστάτιδες τής αυξήσεως και τής ευημερίας5. φρ. α) «προς ώραν» — προς στιγμήν, προσωρινάβ) «πριν τής ώρας» και «πρὸ [τῆς] ὥρας» — πρόωρανεοελλ.1. ρολόι («δεν έχω ώρα πάνω μου»)2. μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (α. «ώρα εργασίας» β. «ώρα φαγητού»)3. φρ. α) «η ώρα η καλή» — ευχή για την ευόδωση αρραβώνα ή γάμουβ) «ώρα καλή» — αποχαιρετιστήρια φράσηγ) «ώρα του καλή» — λέγεται ειρωνικά και προκειμένου να δηλωθεί αδιαφορία για την αναχώρηση ή την αποχώρηση ενός προσώπουδ) «όπως καλή ώρα» ή «όπως καλιώρα» και «καλή του ώρα»(σε αφήγηση) χρησιμοποιείται σχετικά με ένα προσφιλές πρόσωπο το οποίο βρίσκεται μακριάε) «κακή του ώρα» — λέγεται ως κατάρα για ένα πρόσωπο που απουσιάζειστ) «ώρες ώρες» — πότε πότεζ) «απάνω στην ώρα» — ακριβώς κατά τη στιγμή κατά την οποία συμβαίνει κάτι ή γίνεται λόγος για κάποιονη) «από ώρα σε ώρα» — από στιγμή σε στιγμήθ) «στην ώρα του» — έγκαιραι) «για ώρες» — για μεγάλο χρονικό διάστημαια) «ήγγικεν η ώρα» — έφτασε η στιγμήιβ) «ήλθε ή ώρα του» — πρόκειται να πεθάνει σύντομαιγ) «επίσημη ώρα»αστρον. η ώρα την οποία έχει ο κεντρικός μεσημβρινός καθεμιάς από τις 24 ατράκτους στις οποίες είναι διαιρεμένη η υδρόγειος σφαίρα, με αφετηρία τον μεσημβρινό τού Γκρήνουιτςιδ) «θερινή ώρα» — βλ. θερινός4. παροιμ. «τέτοια ώρα τέτοια λόγια» — δηλώνει την ακαταλληλότητα ή τον εσπευσμένο χαρακτήρα μιας περίστασης ή μιας ενέργειαςβ) «ό,τι φέρνει η κακιά ώρα δεν τό φέρνει όλος ο χρόνος» — δηλώνει ότι μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα είναι δυνατόν να επέλθουν μεγάλες συμφορέςαρχ.1. το έτος, ο χρόνος («καὶ δέον ἡμᾱς ἐν τῇ πέρυσιν ὥρᾳ κεκομίσθαι τὰ χρήματα», Δημοσθ.)2. ένα τμήμα τού ημερονυκτίου, όπως είναι λ.χ. το πρωί, το μεσημέρι, το απόγευμα ή η νύχτα («οὐκοῡν καὶ ἐπειδὴ ὁ μὲν ἥλιος φωτεινὸς ὢν τὰς τε ὥρας τῆς ἡμέρας ἡμῑν καὶ τἆλλα πάντα σαφηνίζει», Ξεν.)3. το 1/12 τής ημέρας από την ανατολή ώς τη δύση τού Ηλίου4. μήκος χρόνου, διάρκεια5. η άνοιξη («ὅσα φύλλα καὶ ἄνθεα γίγνεσθαι ὥρῃ», Ομ. Οδ.)6. στον πληθ. α) οι εποχές τού έτους («καί σφι ὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἐς τὠυτὸ περιιὼν παραγίνεται», Ηρόδ.)β) το κλίμα ενός τόπου και, ειδικότερα, οι καλές ή κακές κλιματικές συνθήκες που εξαρτώνται από την κυκλική εναλλαγή τών εποχών («τοῡ μὲν οὐρανοῡ καὶ τῶν ὡρέων ἐν τῶ καλλίστῳ ἐτύγχανον ἱδρυσάμενοι πόλιας πάντων ἀνθρώπων τῶν ἡμεῑς ἴδμεν», Ηρόδ.)γ) τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα7. αστρολ. το ύψος ενός ζωδίου κατά τη γέννηση ενός προσώπου8. μτφ. α) η ζωήβ) τα νιάτα, με τα οποία συνήθως συνυπάρχει η ομορφιά, το κάλλος (α. «ὄψιν πρεσβυτέραν καὶ οὐκ ἐν ὥρᾳ», Πλάτ.β. «ἐσθῆτα δὲ ἐξ ἧς ἂν μάλιστα ἡ ὥρα διαλάμποι», Ξεν.)γ) η χάρη τού λόγου ή τού λεκτικού ύφουςδ) οι καρποί τών εποχών τού έτους («ἕως μὲν θέρος ἦν, ἀπό τε τῆς ὥρας ἐτρέφοντο», Ξεν.)9. (η αιτ. με επιρρμ. σημ.) ὥρανα) αυτήν την ώραβ) την κατάλληλη στιγμή10. φρ. α) «ὥρα ἐστί(ν)»(με απρμφ. συνήθως ενεστ., σπαν. αορ. και παρακμ.) i) είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτιii) είναι απαραίτητο, αναγκαίο να γίνει κάτιβ) «ὥραν εἶχον» — ήμουν στην κατάλληλη ηλικία για να πράξω κάτιγ) «ὥρη ἔαρος» — η άνοιξηδ) «ὥρη θέρεος» — το καλοκαίριε) «ὥρη χείματος» — ο χειμώναςστ) «κατὰ ὥραν» — με διαλείμματα (Μαρκ. Δ.)ζ) «αὐτῆς ὥρας» — άμεσα πάπ.η) «ἐν ὥρῃ» — την κατάλληλη εποχήθ) «ἐς ὥρας» — σε διαδοχικές εποχές11. παροιμ. (στον Πλούτ.) «δωδεκάτης ὥρας οἰκοδομεῑν ἄρχῃ» — λεγόταν για κάτι που γίνεται προς το τέλος τής ημέρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ώρα ανάγεται σε ινδοευρωπαϊκό τ. *yōr-ā / *yēr-ā με σημ. «χρόνος, εποχή» και συνδέεται με τα: λατ. hōrnus «ετήσιος» (ενώ το λατ. hōra «ώρα» είναι δάνειο από την Ελληνική), αρχ. ισλδ. ar, γοτθ. jer, αρχ. άνω γερμ. jār. Εκείνο που θα πρέπει να τονιστεί σχετικά με τη σημ. τής ρίζας είναι ο κυκλικός χαρακτήρας με τον οποίο παρουσιάζει τους ρυθμούς ευφορίας και γονιμότητας τής φύσης, τών ανθρώπων και τών ζώων (πρβλ. αρχ. ινδ. paryārinī < *pari-yār-in-ī που λέγεται για αγελάδα όταν γεννά για πρώτη φορά μετά τον πρώτο χρόνο τής ζωής της), με έμφαση στην εποχή τής άνοιξης και στην εποχή τής νεότητας, με τις οποίες συνυπάρχει και η ομορφιά (πρβλ. τη σημ. τού επιθ. ωραίος).ΠΑΡ. ωραίος, ωριαίος, ωρικός, ώριμοςαρχ.ὥριος, ὡρίτης.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ωρολόγιο, ωροσκόπος, ωρομίσθιοαρχ.ὡρηφόρος, ὡρογνωμονῶ, ὡρογράφοςαρχ.-μσν.ὡράριθμος, ὡροθέτης, ὡρονόμοςνεοελλ.ωροδείκτης].————————(II)και ιων. και ποιητ. τ. ὤρη (II), ἡ, Αφροντίδα, μέριμνα ή προσοχή και ενδιαφέρον.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὤρα (< *Fώρᾱ) ανάγεται στην εκτεταμένη βαθμίδα τής ρίζας *wer- / *wor- παρατηρώ, προσέχω, φυλάσσω» (πρβλ. λώγη, λώπη). Για τη μορφή τής ρίζας και τους άλλους τ. τής οικογένειας βλ. λ. ορώ].————————(III)και ιων. τ. ὥρη, ἡ, ΜΑβλ. ώρα.
Dictionary of Greek. 2013.